- σγκραφίτο
- το, Ν(καλ. τέχν.) τεχνική τών εικαστικών τεχνών που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική, την αγγειοπλαστική και την υαλογραφία και συνίσταται στην επίστρωση τής επιφάνειας με ένα προκαταρκτικό χρώμα, την επικάλυψή του με ένα δεύτερο χρώμα και, στη συνέχεια, την αφαίρεση με ξέση τού επιφανειακού επιχρίσματος, έτσι ώστε το εμφανιζόμενο σχέδιο ή σχήμα να δημιουργείται με το κατώτερο στρώμα χρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sgraffito «ξυσμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.